ισογραφος

ισογραφος
    ἰσογράφος
    ἰσο-γράφος
    2
    точно воспроизводящий (в своих сочинениях)
    

ἰ. τέττιξιν Timon ap. Diog.L. — пишущий так, как поет цикада, т.е. певучим стилем (о Платоне)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ισογραφος" в других словарях:

  • ἰσογράφος — writing like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόγραφος — η, ο και ισογράφος, ον (Α ἰσόγραφος, ον και ἰσογράφος, ον) αυτός που γράφει όμοια με κάποιον άλλο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόγραφον αντίγραφο, ισογραφία* 2. φρ. μτφ. (για τον Πλάτωνα) «ἰσόγραφος τέττιξιν» μουσικός σαν τζίτζικας, αντίγραφο τού… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισογραφία — ἡ (Α ἰσογραφία) [ισόγραφος] αντιγραφή από πρωτότυπο έργο αρχ. ισόγραφον*, αντίγραφο τού πρωτοτύπου …   Dictionary of Greek

  • ισόγραφον — ἰσόγραφον, τὸ (Α) βλ. ισόγραφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»